-
1 ἔπηλυς
A one who comes to a place, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις come back to me (for they were going away), S. Ph. 1190 (anap.).II incomer, stranger, foreigner, opp. αὐτόχθων, Hdt.1.78, 4.197;ἄνδρας πολεμίους ἐ. A.Pers. 243
(troch.), cf. Th.34, Supp. 195, Th.1.29; Adj.,ἔ. γένεσις Pl.Mx. 237b
;ἔ. βίος J.AJ8.12.2
: also in neut. pl.,ἐπήλυδα ἔθνεα Hdt.8.73
: neut. sg.,ἐπήλυδος γένους D.H.1.60
;ὕδωρ ἔπηλυ Paus.2.5.3
.
См. также в других словарях:
έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα … Dictionary of Greek